ἐμπλέκω — plait pres subj act 1st sg ἐμπλέκω plait pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπλέκω — εμπλέκω, ενέπλεξα βλ. πίν. 25 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εμπλέκω — (AM ἐμπλέκω) 1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, συνδυάζω στενά 2. κάνω κάποιον να αναμιχθεί σε κάτι, συνήθως δυσάρεστο ή επικίνδυνο («τόν ενέπλεξε σε περιπέτειες», «τούς έκανε να εμπλακούν σε διαμάχες κ.λπ.») νεοελλ. εμπλέκομαι βρίσκομαι… … Dictionary of Greek
εμπλέκω — βλ. μπλέκω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμπεπλεγμένα — ἐμπλέκω plait perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐμπεπλεγμένᾱ , ἐμπλέκω plait perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐμπεπλεγμένᾱ , ἐμπλέκω plait perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιπλέξω — ἐμπλέκω plait aor subj act 1st sg ἐμπλέκω plait fut ind act 1st sg ἐμπλέκω plait aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπεπλεγμέναι — ἐμπλέκω plait perf part mp fem nom/voc pl ἐμπεπλεγμένᾱͅ , ἐμπλέκω plait perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπεπλεγμένον — ἐμπλέκω plait perf part mp masc acc sg ἐμπλέκω plait perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπεπλεγμένων — ἐμπλέκω plait perf part mp fem gen pl ἐμπλέκω plait perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλακέντα — ἐμπλέκω plait aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐμπλέκω plait aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλακέντων — ἐμπλέκω plait aor part pass masc/neut gen pl ἐμπλέκω plait aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)